Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Στήριξη και αξιολόγηση στις Νέες Δομές Στήριξης του Εκπαιδευτικού Έργου: Μετατόπιση ρόλων και στελεχών, του Γιάννης Κατσαρού, σχολικού συμβούλου ΠΕ, μέλος «ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α.», μέλος Δ.Σ. της Ε.Ο.Δ.Ε.

"Το πρόβλημα είναι ότι η πρόταση παράλληλα μετατοπίζει τα ίδια τα μεσαία στελέχη στο επίπεδο των ΠΕΚΕΣ που βρίσκονται στις Περιφερειακές Δ/νσεις Εκπ/σης" 

Γιάννης Κατσαρός, σχολικός σύμβουλος ΠΕ, μέλος «ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α.», μέλος Δ.Σ. της Ε.Ο.Δ.Ε.

Η πρόταση για τις νέες Δομές υποστήριξης του Εκπαιδευτικού Έργου, ακολουθώντας τη σύγχρονη, διεθνώς προβαλλόμενη τάση, υιοθετεί μια μετατόπιση του ρόλου των μεσαίων στελεχών που ήταν επιφορτισμένα με αρμοδιότητες παρακολούθησης, εποπτείας, αξιολόγησης, καθοδήγησης και υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, όπως είναι οι σχολικοί σύμβουλοι, σε κατεύθυνση ενίσχυσης της υποστήριξης σχολείων και εκπαιδευτικών με έμφαση στη σχολική βελτίωση.
Η άσκηση του αξιολογικού ρόλου απαιτεί αντικειμενικότητα και απόσταση από τις ευθύνες για την λειτουργία και την απόδοση ενός σχολείου, ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων και προκαταλήψεις.
Σωστά οι συντάκτες της πρότασης αντιλαμβάνονται ότι  οι σχολικοί σύμβουλοι έχοντας καθημερινή παρουσία στα σχολεία και επαφή με τους εκπαιδευτικούς και τα στελέχη στο πλαίσιο της παροχής στήριξης, επιμόρφωσης κ.λπ. αναπτύσσουν σχέσεις που δεν συνάδουν με τις παραπάνω απαιτήσεις.
Το πρόβλημα είναι ότι η πρόταση παράλληλα μετατοπίζει τα ίδια τα μεσαία στελέχη στο επίπεδο των ΠΕΚΕΣ που βρίσκονται στις Περιφερειακές Δ/νσεις Εκπ/σης, δημιουργώντας μια απόσταση και ένα τεράστιο εύρος εποπτείας που τα καθιστά δυσλειτουργικά για την παροχή υποστήριξης, ενώ την ίδια στιγμή τα καθιστά πολύ πιο συμβατά με τις απαιτήσεις της άσκησης του έργου της αξιολόγησης.
Αν όμως η επιλογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι η ενίσχυση της υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, αυτό που είναι απαραίτητο είναι η εγγύτητα και οι σχολικοί σύμβουλοι (ιδιαίτερα με τον τρόπο που ήταν οργανωμένοι για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση) ήταν οριακά στη σωστή απόσταση από τις σχολικές μονάδες και τους εκπαιδευτικούς, έχοντας στην ευθύνη τους περί τις 20 σχολικές μονάδες και περί τους 250 εκπαιδευτικούς. Αυτό τους επιτρέπει να παρέχουν στοχευμένη, άμεση υποστήριξη στα σχολεία.
Δεδομένης αυτής της μετατόπισης του ρόλου, αλλά διατηρώντας την παρούσα εγγύτητα τα μεσαία στελέχη υποστήριξης θα μπορούσαν να διατηρήσουν υποστηρικτικό ρόλο στην εποπτεία των σχολείων κυρίως μέσω της παρακολούθησης των εκθέσεων αυτοαξιολόγησης, αλλά και μέσω της πρόσβασης σε συστήματα αποτύπωσης της λειτουργίας των σχολείων (π.χ. myschool).
Παράλληλα, θα μπορούσαν να διατηρήσουν κάποιο ρόλο στην αξιολόγηση κυρίως μέσω της παροχής κατευθύνσεων και στήριξης στην αυτοαξιολόγηση των σχολείων.
 Βέβαια, η μετατόπιση του ρόλου απαιτεί σαφείς απαντήσεις στα θέματα που αφορούν την οργανωτική δομή, την περιγραφή θέσης, καθηκόντων και προσόντων και διαγραμμάτων ροής διαδικασιών, τον τρόπο επιλογής και τις ευκαιρίες ανάπτυξης των ικανοτήτων τους.
Η λύση που προτείνεται με την ανάθεση του ρόλου της στήριξης σε αποσπασμένους εκπαιδευτικούς που θα στελεχώσουν το ΚΕΣΥ έχει φανεί από την εμπειρία άλλων χωρών ότι είναι ατελέσφορη και οι χώρες με προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα καλύπτουν αυτές τις ανάγκες με ειδικά στελέχη που διαθέτουν ικανότητες και εμπειρία στη στήριξη της σχολικής βελτίωσης.
Ανάλογα πρέπει να είναι προσανατολισμένες και οι διαδικασίες επιλογής αυτών των στελεχών, οι οποίες θα πρέπει να είναι αξιοκρατικές και να εξασφαλίζουν ότι τα στελέχη αυτά, εκτός όσων σημαντικών, αλλά επιμέρους ικανοτήτων αναφέρονται στην πρόταση του ΥΠΠΕΘ, θα διαθέτουν εμπειρία αποτελεσματικής άσκησης σχολικής ηγεσίας, τεχνογνωσία ανάλυσης και χρήσης δεδομένων, γνώση και κατανόηση του τρόπου εφαρμογής της αυτοαξιολόγησης - βελτίωσης και διαπροσωπικές ικανότητες.
Για την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους θα πρέπει να προβλέπεται τόσο η παρακολούθηση προγραμμάτων προετοιμασίας πριν την ανάληψη του ρόλου, η ανάπτυξη μεντορικής σχέσης μεταξύ νέων και έμπειρων και η θεσμοθέτηση προγραμμάτων επιμόρφωσης και ενημέρωσης σε ετήσια βάση, σύμφωνα με κοινούς στόχους και  κατευθύνσεις του εκπαιδευτικού συστήματος.
Προφανώς οι προδιαγραφές που τίθενται παραπάνω φαίνονται να έχουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος από αυτό που προκύπτει από την πρόταση του ΥΠΠΕΘ, η οποία σαφώς υπηρετεί και την εξοικονόμηση πόρων σε μια περίοδο δημοσιονομικής στενότητας.
Όμως, δεδομένου ότι η παιδεία στην κρίση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα είναι λάθος να «φτωχαίνουμε» το εκπαιδευτικό μας σύστημα, υποβαθμίζοντας καθοριστικές παραμέτρους για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Παράλληλα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εξοικονόμηση που υποτίθεται ότι θα προκύψει από τη μείωση του αριθμού των στελεχών θα αντισταθμιστεί από την ανάγκη κάλυψης του ΚΕΣΥ με πολλούς αποσπασμένους εκπαιδευτικούς, την ανάγκη αύξησης των επιδομάτων των στελεχών που μετατοπίζονται σε υψηλότερο διοικητικό επίπεδο, αλλά και από το κόστος των αναγκών μετακινήσεων που θα προκύψουν.